- ζώνω
- ζώνω, έζωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
ζώνω — έζωσα, ζώστηκα, ζωσμένος 1. τυλίγω με ζώνη: Ζώστηκε το σπαθί του. 2. περικυκλώνω: Οι εχθροί έζωσαν την πόλη απ όλα τα μέρη. 3. «τον έζωσαν τα φίδια», τον κυρίεψε μεγάλη ανησυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαλοζώνω — ζώνω, περιβάλλω ανάλαφρα … Dictionary of Greek
προζωννύω — μέσ. προζώννυμαι, Α ζώνω κάποιον από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ζώννυμι / ζωννύω «ζώνω»] … Dictionary of Greek
προσζώννυμι — και προσζωννύω Α [ζώννυμι / ζωννύω / ζώνω] ζώνω επί πλέον … Dictionary of Greek
συζώννυμι — Α 1. ζώνω μαζί 2. μέσ. συζώννυμαι α) ζώνομαι β) ζώνομαι την πανοπλία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζώννυμι «ζώνω»] … Dictionary of Greek
άζωστος — η, ο (Α ἄζωστος, ον) αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος αρχ. ο μη οπλισμένος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)] … Dictionary of Greek
αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… … Dictionary of Greek
ενζώννυμι — ἐνζώννυμι (Α) [ζώννυμι] ζώνω, περιζώνω, περικλείω, περιβάλλω («καλωδίου δέ ἄνωθεν ἀφεθέντος, ἐνζώσας ἑαυτὸν ἀνελήφθη πρὸς τὸ πλῆθος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek